τροτσκισμός

τροτσκισμός
ο, Ν
1. μαρξιστικό ιδεολογικό δόγμα βασισμένο στη θεωρία τής διαρκούς επανάστασης που πρώτος ανέπτυξε ο Λέων Τρότσκι, ένας από τους κορυφαίους θεωρητικούς τού Ρωσικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος τών Μπολσεβίκων και ηγετική φυσιογνωμία τής Οκτωβριανής Επανάστασης, θεωρία που υποστήριζε ότι η οικονομική ανάπτυξη ενός έθνους επηρεάζεται από τους νόμους τής παγκόσμιας αγοράς και, επομένως, η ρωσική επανάσταση έπρεπε να βασιστεί σε επαναστάσεις που θα ξεσπούσαν σε άλλες χώρες και μάλιστα στη δυτική Ευρώπη
2. η πολιτική κίνηση που αναπτύχθηκε σε διάφορες χώρες τού κόσμου με βάση τη θεωρία αυτή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. trotskyism < Trotsky, όν. Ρώσου ηγέτη τού κομμουνισμού + κατάλ. -ism (< κατάλ. -ισμος*)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τροτσκισμός — ο κίνηση διαρκούς σοσιαλιστικής επανάστασης ιδρυμένη από το Ρώσο επαναστάτη Λ. Τρότσκι (1879 1940) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ισμός — (ΑΜ ισμός) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. μός, η οποία σχηματίζει μεταρρηματικά παρ. (πρβλ. πνιγ μός < πνίγ ω, συρ μός < σύρ ω) από το θ. σε ισ τού αορ. τών ρ. σε ίζω (πρβλ. εξ ε φόβ ισ α < εκ φοβ ισ μός, χώρ ισ α > χωρ ισ μός). Η κατάλ …   Dictionary of Greek

  • κομουνισμός — Θεωρία που υποστηρίζει την αντίληψη της κοινοκτημοσύνης των μέσων παραγωγής και των καταναλωτικών αγαθών, ξεκινώντας από την προϋπόθεση της θεμελιώδους ανθρώπινης ισότητας η οποία, υπό ορισμένες ιστορικές συνθήκες, οργανώνεται σε ένα πρόγραμμα… …   Dictionary of Greek

  • μενσεβίκοι — (mensheviks). Ονομασία της μειοψηφίας του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος της Ρωσίας. Δημιουργήθηκε το 1903 κατά το B’ Συνέδριο του κόμματος στις Βρυξέλλες και το Λονδίνο, μετά τον διχασμό των σοσιαλιστών σε ένα πλειοψηφικό ρεύμα που αποτέλεσε το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”