- τροτσκισμός
- ο, Ν1. μαρξιστικό ιδεολογικό δόγμα βασισμένο στη θεωρία τής διαρκούς επανάστασης που πρώτος ανέπτυξε ο Λέων Τρότσκι, ένας από τους κορυφαίους θεωρητικούς τού Ρωσικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος τών Μπολσεβίκων και ηγετική φυσιογνωμία τής Οκτωβριανής Επανάστασης, θεωρία που υποστήριζε ότι η οικονομική ανάπτυξη ενός έθνους επηρεάζεται από τους νόμους τής παγκόσμιας αγοράς και, επομένως, η ρωσική επανάσταση έπρεπε να βασιστεί σε επαναστάσεις που θα ξεσπούσαν σε άλλες χώρες και μάλιστα στη δυτική Ευρώπη2. η πολιτική κίνηση που αναπτύχθηκε σε διάφορες χώρες τού κόσμου με βάση τη θεωρία αυτή.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. trotskyism < Trotsky, όν. Ρώσου ηγέτη τού κομμουνισμού + κατάλ. -ism (< κατάλ. -ισμος*)].
Dictionary of Greek. 2013.